Η μελέτη αφορά στην συντήρηση, στερέωση και αποκατάσταση της οικίας Φροντιστή, που βρίσκεται εντός του κτήματος Τατοΐου στην Πάρνηθα. Η μελέτη ανατέθηκε από τον Σύλλογο Φίλων Κτήματος Τατοΐου και δωρήθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού για την εκτέλεση του έργου. Το κτήμα βρίσκεται σε ένα από τα ωραιότερα δάση της Αττικής στις ανατολικές υπώρειες της Πάρνηθας και αποτελεί έναν μοναδικό για την Ελλάδα χώρο, ιδιαίτερης ιστορικής αξίας, στον οποίο περιλαμβάνονται εξαιρετικού ενδιαφέροντος κατασκευές, που χρονολογούνται από τα τέλη του 19ου έως τα μέσα του 20ου αιώνα. Το κτισμένο περιβάλλον συμπληρώνουν υπαίθριες διαμορφώσεις και κήποι. Το σύνολο χωρίζεται σε υποενότητες με διαφορετική λειτουργία και χαρακτήρα, χωροθετημένες σε διάφορες θέσεις του κτήματος, μέσα σε τοπία εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς. Το κτήμα συνδέθηκε όσο κανένας άλλος με τη δυναστεία του Γεωργίου Α΄, ενώ υπήρξε γνωστός και για τις καλλιέργειές του, τα κοπάδια του και την παραγωγή προϊόντων, που συχνά διοχέτευε στην αγορά. Το 1898 η έκταση του κτήματος έφτασε τα 47.427 στρ. κρό μουσείο με τα ευρή-ματα των μικροανασκαφών στην περιοχή. Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδοτεί το τέλος της χρυσής εποχής. Γύρω στο 1937-39 θα πραγματοποιηθούν έντονες επεμβάσεις και στην έπαυλη. Αρχιτέκτονες την περίοδο είναι ο Αναστ. Μεταξάς, ο Εμμ. Λαζαρίδης και ο Κων/νος Σακελλάριος. Τον Μάρτιο του 2003 το Τατόι περιήλθε στην κυριότητα του κράτους και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους κηρύχθηκε διατηρητέο από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Η οικία Φροντιστή βρίσκεται στην Παλατιανή ενότητα στο βορειοδυτικό τμήμα του Κτήματος, κοντά στο κτίριο των Τηλεπικοινωνιών και σε μικρή απόσταση από το κτίριο του Προσωπικού, το Υπασπιστήριο και τα Ανάκτορα, ενώ αποτελούσε την κατοικία του επικεφαλής του ανδρικού προσωπικού των ανακτόρων. Χρονολογείται στην προπολεμική περίοδο, καθώς δεν διαφέρει μορφολογικά από τα φυλάκια της φρουράς, που τότε κτίστηκαν σε διάφορα σημεία του κτήματος. Στην ίδια θέση φαίνεται πως υπήρχε παλιότερα μικρός στρατώνας για την φρουρά των δύο ανακτόρων. Προφορική τοπική παράδοση συνδέει το κτίριο με το νοσοκομείο της βασίλισσας Όλγας, στο οποίο εξετάζονταν από τον αυλικό γιατρό, με την βασίλισσα να εκτελεί χρέη νοσοκόμας, οι χωρικοί της περιοχής, ασθενείς και τραυματίες. Η σημερινή εικόνα του κτιρίου είναι αποτέλεσμα διαδοχικών προσθηκών και διαρθρώνεται ογκοπλαστικά σε τέσσερα ανισοϋψή τμήματα με δύο δίρριχτες ξύλινες στέγες. Από την αρχειακή έρευνα δεν προκύπτουν στοιχεία για την πραγματοποίηση επισκευών, επεμβάσεων ή αναστηλωτικών εργασιών στο κτίριο, είτε προ, είτε μετά το 2003 που το Κτήμα περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Στο κτίριο εντοπίζονται αποσπασματικές ενδείξεις πραγματοποίησης επισκευαστικών εργασιών μικρής κλίμακας και άλλες που σχετίζονται περισσότερο με την οικοδομική του ιστορία.
Η αποκατάσταση του κτιρίου θα γίνει με σεβασμό προς τις νεότερες επεμβάσεις και μετασκευές, που αποτελούν μέρος της ιστορικής εξέλιξής του, στο βαθμό βέβαια που δεν αλλοιώνουν τη γενικότερη εικόνα του. Επεμβάσεις που αποσκοπούν στην επαναφορά του μνημείου στην αρχική του μορφή θα πραγματοποιηθούν, εφόσον υπάρχει βεβαιότητα ως προς αυτήν.
ALTERA PARS ARCHITECTS
ΠΙΤΤΑΚΙΔΗΣ Ζ. | ΜΑΡΚΟΥΙΖΟΣ Π.
ΑΛΕΞΙΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
ΣΤΕΦΑΝΑΚΗ ΑΝΔΡΙΑΝΗ
ΣΤ. ΒΕΝΙΕΡΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
2014-2015
RESTORATION